Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

με αφορμή μια ταινία...μέρος 2

Ο ΚΟΡΜΟΡΑΝΟΣ ΗΤΑΝΕ ΑΠΑΤΗ

Στην πολιτική αλλά και στον πόλεμο που είναι η συνέχειά της με άλλα μέσα, τα γεγονότα και ιδιαίτερα τα μείζονος σημασίας, δε συμβαίνουν ποτέ τυχαία. Έχουν πάντα συγκεκριμένες αιτίες, συντελούνται στη βάση συγκεκριμένων όρων και έχουν συγκεκριμένες στοχεύσεις. Έτσι μόνο μπορούν να εξηγηθούν και να κατανοηθούν. Όλος αυτός ο καταιγισμός υποτιθέμενων «πληροφοριών» και «αποκαλύψεων» ή και «καλλιτεχνικών προσεγγίσεων» για τα «εγκλήματα του κομμουνισμού» όπως το Κατύν λ.χ., στοχεύει στο ακριβώς αντίθετο. Στην αποσύνδεση του ζητήματος από τα πραγματικά του πολιτικά δεδομένα-ώστε να μπορεί να «ερμηνεύεται» κατά βούληση-, στον ευνουχισμό του πολιτικού κριτηρίου ή ακόμα και της απλής λογικής. Αυτό δε γίνεται τυχαία και ούτε αφορά έτσι γενικά την «ιστορία». Οι στοχεύσεις της εκστρατείας αφορούν το σήμερα. Πριν χρόνια, οι πάντες (ακόμα και οι «πεφωτισμένοι δεξιοί») ειρωνεύονταν τον τότε υπουργό Εργασίας Λάσκαρη, που ήθελε λέει, να καταργήσει την πάλη των τάξεων. Στις μέρες μας ακόμα και οι «αριστεροί» στηρίζουν αποφάσεις ευρωπαϊκών οργανισμών που εκστρατεύουν ενάντια στον κομμουνισμό επειδή, εκτός των άλλων, «υποκινεί την πάλη των τάξεων». Αυτό κι αν είναι έγκλημα για ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση και καταπίεση των λαϊκών τάξεων. Ο στόχος τους είναι ξεκάθαρος. Η αποτροπή της σύνδεσης αυτής της ταξικής πάλης με το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα, την μεγαλύτερη απειλή για τα αφεντικά του κόσμου, που ανέδειξε η ιστορία. Στο ζήτημα Κατύν υπάρχουν δύο σημεία κλειδιά που συνδέονται τόσο με το χρόνο (άνοιξη του 1940) κατά τον οποίο, υποτίθεται, οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς αξιωματικούς, όσο και τον χρόνο (Μάρτης 1943) που ο Γκαίμπελς «ανακάλυψε» τους ομαδικούς τάφους. Πριν από αυτό, ωστόσο, θα θέλαμε να αναφερθούμε σε ορισμένα ζητήματα, παραλείποντας αναγκαστικά πολλά άλλα για τα οποία επίσης υπάρχουν απαντήσεις. Αναφέρονται πολλοί σε «αποκαλύψεις» και ντοκουμέντα από τα αρχεία της ΕΣΣΔ. Τέτοια, απλούστατα δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτά τα αρχεία πράγματι επιχειρήθηκε να δοθούν στη δημοσιότητα την περίοδο Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν. Μόνο που αυτοί είδαν πως αυτά τα αρχεία τους έδιναν εντελώς άλλα πράγματα από αυτά που προσδοκούσαν. Τα ξανάκλεισαν λοιπόν βιαστικά και από τότε αυτό που έχουμε, είναι, όχι επίσημες ανακοινώσεις για τις οποίες κάποιοι αναλαμβάνουν την ευθύνη, αλλά «ανεπίσημες πληροφορίες» που υποτίθεται προέρχονται από τα «αρχεία». Ο Στάλιν λέει εκτέλεσε αυτούς τους αξιωματικούς για «να αποκεφαλίσει την Πολωνική αστική τάξη και τον Πολωνικό στρατό». Αλήθεια, πώς και γιατί; Πώς, όταν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας και μαζί τους η αστική τάξη είχε κατακτηθεί από τους Γερμανούς; Όσο για τις «κεφαλές» αυτές, είχαν ήδη διαφύγει στα Λονδίνα και τα Κάιρα (όπως καλή ώρα και οι δικές μας κεφαλές τότε). Δεν ήταν ο Στάλιν που ήθελε να διαμελίσει την Πολωνία (και το απέδειξε ως νικητής του πολέμου) αλλά ο Χίτλερ, που προσάρτησε μεγάλα τμήματα του Πολωνικού εδάφους στη γερμανική επικράτεια. Αντίθετα, ο Στάλιν όπως δήλωνε και στις συναντήσεις του με Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ (και όπως επίσης έμπρακτα το απέδειξε) ήθελε «μια ισχυρή Πολωνία για να μπορεί να παρεμβάλλεται ανάμεσα σε Γερμανία και Σ.Ε.». Με ανάλογο τρόπο υφίσταται και το ζήτημα του Πολωνικού στρατού, όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος του είχε αιχμαλωτιστεί από τους χιτλερικούς. Αλλά εδώ υπάρχει μια εξέλιξη άκρως διαφωτιστική. Μετά τη γερμανική επίθεση στη Σ.Ε., στο Σοβιετικό έδαφος συστήνονται Πολωνικές μεραρχίες που πολεμούν στο πλάι του Σοβιετικού στρατού. Πολλοί από τους αξιωματικούς που στελεχώνουν αυτές τις μεραρχίες και ανάμεσα τους ο διοικητής τους, στρατηγός Άντερς, είναι Δυτικόφιλοι. Από αυτές και σε συνεννόηση με τον Τσώρτσιλ τρεις μεραρχίες (υπό τον Άντερς) στέλνονται στο Αφρικανό μέτωπο. Μέχρι το τέλος του πολέμου συγκροτούνται στην Σ.Ε. έντεκα πολωνικές μεραρχίες που στο πλάι του κόκκινου στρατού μετέχουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους από τους χιτλερικούς. Αλλά ας περάσουμε σ’ αυτά που δίνουν τις πιο ουσιαστικές των απαντήσεων και για τα οποία δεν απαιτούνται απαραίτητα τέτοιες ή αλλιώτικες πληροφορίες (ή «πληροφορίες») αλλά στοιχειώδης γνώση της ιστορίας και μια σκέψη καθαρή χωρίς ιδιοτέλειες, σκοπιμότητες και ιδεοληψίες. Αποφασιστικής σημασίας και κλειδί ερμηνείας πολλών πραγμάτων που αφορούν το β’ παγκόσμιο πόλεμο, αποτελεί το ζήτημα των συμμαχιών. Ο πολύς κόσμος έχει βασικά κατά νου ένα συγκεκριμένο σχήμα. Αυτό της συμμαχίας Σ.Ε.-ΗΠΑ- Αγγλίας που αντιπαρατέθηκε και τελικά συνέτριψε τις δυνάμεις του Άξονα. Την περίοδο, ωστόσο, στην οποία αναφερόμαστε τα πράγματα δεν είχαν πάρει καθόλου αυτή τη μορφή αλλά το ζήτημα «παίζονταν» ανάμεσα σε διάφορες πιθανές εκδοχές. Πριν αναφερθούμε σ’ αυτό, ας ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση σε σχέση με τα αίτια και τους υπευθύνους για την έκρηξη αυτού του πολέμου. Η κυρίαρχη δυτική προπαγάνδα την αποδίδει κατά κύριο λόγο στην «τρέλα» του Χίτλερ. Πρόκειται για ένα βολικό σχήμα που στη βάση της λογικής που αναφέραμε θέλει να συγκαλύψει τα πραγματικά αίτια και τους πραγματικούς υπευθύνους αυτής, της χωρίς προηγούμενο, σφαγής. Τις ευθύνες της ιμπεριαλιστικής Γερμανικής αστικής τάξης που αναζητώντας τη ρεβάνς της ήττας της στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ανέδειξε και στήριξε το Χίτλερ. Τις ευθύνες των ιμπεριαλιστών Αγγλίας-Γαλλίας που ήθελαν έναν πόλεμο στα μέτρα τους και βασικά να στρέψουν τον Χίτλερ ενάντια στη Σ.Ε., απομακρύνοντας ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο τη γερμανική πίεση στα πλευρά τους. Τις ευθύνες των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ, που ήθελαν διακαώς αυτόν τον πόλεμο για να πλασαριστούν μέσα από αυτόν (όπως και έγινε) σαν παγκόσμια δύναμη. Σε αναλογία με αυτές τις επιδιώξεις διαμορφώνονταν, ή επιχειρούνταν να διαμορφωθούν, οι αντίστοιχες συμμαχίες. Η Αγγλογαλλική συμμαχία δεν έδειχνε ικανή, (όπως και αποδείχθηκε), να αντιμετωπίσει τον Χίτλερ. Ο ίδιος ο Χίτλερ, επεδίωκε ανοιχτά τη συμμαχία με την Αγγλία. Η Αγγλία, ιδιαίτερα μετά τη συντριβή της Γαλλίας, στρέφονταν προς τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ καιροφυλακτούσαν για να παρέμβουν, όταν και με τους όρους που θα ήταν ευνοϊκοί γι αυτές. Το «ποιος θα ήταν» τελικά αυτός ο πόλεμος, ποιος θα συμμαχούσε με ποιόν ενάντια με ποιον, δεν είχε καθόλου κριθεί. Υπήρχε ωστόσο ένα ζήτημα στο οποίο συμφωνούσαν όλοι αυτοί. Στην αναγκαιότητα συντριβής της Σ.Ε. Εδώ πέρα από τους γεωστρατηγικούς και στρατιωτικούς υπολογισμούς της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης, υπήρχε και η κοινή επιθυμία για εξάλειψη της απειλής που συνιστούσε για το σύστημα η ύπαρξη μιας σοσιαλιστικής χώρας. Ακριβώς γι’ αυτό, οι δυνάμεις της Δύσης απέρριπταν όλες τις προτάσεις που επί χρόνια τους έκανε η Σ. Ε. για την σύμπηξη μιας ευρύτερης συμμαχίας που θα φρενάριζε και θα εξουδετέρωνε τον Χίτλερ. Αυτές οι προτάσεις τις Σοβιετικής ηγεσίας δεν ήταν απλά μια επιλογή «της στιγμής» (όπως λ.χ. το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία) αλλά συνδεόταν με ένα ζήτημα σχεδόν ζωής ή θανάτου για τους Σοβιετικούς. Για το σοσιαλισμό σαν κοινωνικό σύστημα. Για τη Σ.Ε. σαν χώρα. Για τους λαούς της Σ.Ε. σαν ζήτημα ύπαρξης (μιας και ο Χίτλερ ανοιχτά διακήρυττε ότι «θα απωθούσε τους Ρώσους στη «φυσική τους κοίτη» πέρα από τα Ουράλια»). Σ’ αυτή τη βάση, ο Στάλιν, όχι μόνο δεν είχε κανέναν λόγο για κινήσεις και ενέργειες (τύπου Κατίν λόγου χάρη) που θα υπονόμευαν και εξέθεταν τη βασική του πολιτική κατεύθυνση αλλά χιλιάδες λόγους για το ακριβώς αντίθετο. Ανάλογα διαφωτιστικά είναι τα δεδομένα του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η «ανακάλυψη» των ομαδικών τάφων. Αυτό συμβαίνει το Μάρτη του 1943 δηλαδή λίγο μετά τη συντριβή των Γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Μετά από αυτό οι Γερμανοί βλέπουν ότι χάνουν τον πόλεμο. Οι Δυτικοί βλέπουν ότι αυτόν τον πόλεμο στον οποίο μετείχαν ως τότε «διακριτικά», η Σ.Ε. μπορεί να τον κερδίσει, έως και μόνη της. Το ζήτημα που έμπαινε πλέον για όλους ήταν η πιθανότητα διάλυσης της –έτσι κι αλλιώς ιδιότυπης- συμμαχίας Σ.Ε.-ΗΠΑ-Αγγλίας και αναστροφής των συμμαχιών. Για τους Γερμανούς, έμπαινε σαν ζήτημα ζωής ή θανάτου και έγινε βασικό στοιχείο των πολιτικών τους επιδιώξεων. Αυτό αφορούσε τόσο τη Χιτλερική ηγεσία όσο και τη γερμανική αντιπολίτευση, που έβλεπε την καταστροφή να έρχεται. Από τα τότε πυκνώνουν -οι ήδη υπαρκτές- επαφές της με τους δυτικούς και με αντικείμενο την ανατροπή του Χίτλερ και την αναστροφή των συμμαχιών. Σ’ αυτή τη βάση, το Κατύν, για τους χιτλερικούς και τον Γκαίμπελς που το οργάνωσε αυτοπροσώπως δεν ήταν παρά ένα ακόμη –πολύ πιο αιματηρό- Ράιχσταγκ και με στόχο να αναστήσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και να προσφέρει στους δυτικούς τα αναγκαία προσχήματα γι αυτή την αναστροφή. Για τους δυτικούς, ωστόσο, μια τέτοια αναστροφή δεν ήταν ούτε τόσο επιθυμητή, ούτε και εύκολη. Δεν ήταν επιθυμητή, γιατί ένας βασικός τους στόχος παρέμενε η συντριβή της (ανταγωνιστικής) γερμανικής ισχύος και συνολικά του Άξονα. Ταυτόχρονα στη φάση εκείνη ήταν – για πάρα πολλούς λόγους- πολύ δύσκολο να συμμαχήσουν έτσι ξαφνικά με το Χίτλερ και να στραφούν ενάντια στη Σ.Ε. (μπορούμε μόνο να κάνουμε διάφορες υποθέσεις για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν πετύχαινε η απόπειρα του Στάουφεμπεργκ και το πραξικόπημα που επεχείρησαν οι γερμανοί στρατηγοί). Αυτή η αναστροφή θα πραγματοποιούνταν αλλά μετά τη λήξη του πολέμου με τη δημιουργία του αντισοβιετικού μπλοκ, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν οι δυνάμεις του τέως άξονα (Γερμανία- Ιαπωνία- Ιταλία) αλλά πλέον με διασφαλισμένο τον κυρίαρχο ρόλο των δυτικών ιμπεριαλιστών και πάνω απ όλα των ΗΠΑ. Αυτά είναι τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος και από εκεί και πέρα το ποιος αναζητά σ’ αυτά τις απαντήσεις και ποιος επιλέγει να καταπίνει αμάσητο ό,τι του σερβίρει το σύστημα, είναι δική του υπόθεση και ευθύνη. Άλλωστε το δεύτερο είναι και το πιο βολικό. Σε απαλλάσσει από την βάσανο της σκέψης και ταυτόχρονα σε προφυλάσσει από τυχόν συνέπειες μιας πραγματικά προοδευτικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Κι ο Βάιντα; Α ναι, είναι κι αυτός. Μια ακόμα περίπτωση που προστίθεται στη θλιβερή χορεία όλων εκείνων που κύριο μέλημα τους είναι να φανούν αρεστοί στη Δύση. Ταυτόχρονα, στην υπηρεσία του παραληρηματικού Πολωνικού εθνικισμού αλλά και τυφλού, σε τελευταία ανάλυση. Γιατί όταν οι Πολωνοί ανακαλύψουν τελικά από ποιον πραγματικά κινδυνεύουν, θα ΄ναι πιθανότατα αργά. Όπως εκείνον το Σεπτέμβρη, του 1939, που έχοντας απορρίψει τις προτάσεις του Στάλιν για σύσταση συμμαχίας που θα διασφάλιζε τα σύνορα τους, είδαν τις μεραρχίες τις Βέρμαχτ και των SS, να σαρώνουν τη χώρα τους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου