Κατύν. Η γκεμπελική προβοκάτσια και οι σημερινοί συνεχιστές της
Πενήντα χρόνια μετά τη λήξη του 2ου παγκόσμιου πόλεμου οι κάθε λογής μισθωμένοι κονδυλοφόροι του συστήματος προσπαθούν να «ξαναγράψουν» την ιστορία. Εμείς γνωρίζουμε καλά ότι όλα αυτά είναι οργανικά ενταγμένο στην ολόπλευρη επίθεση που εδώ και μερικά χρόνια έχει εξαπολύσει το σύστημα ενάντια στους λαούς. Και αποτελεί βασικό στόχο η διαστρέβλωση, η σπίλωση, το «σβήσιμο» οποιουδήποτε πράγματος αποτελεί «κεφάλαιο» για την πάλη των λαών. Και πάνω απ' όλα βέβαια του κομμουνιστικού κινήματος, του μεγαλύτερου «κεφαλαίου» που έχουν αποχτήσει οι λαοί στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Για όλα αυτά έχουμε πει και θα ξαναπούμε. Εδώ θα σταθούμε στο ζήτημα αυτό που ανακινήθηκε με αφορμή τα 50 χρόνια από τη λήξη του πολέμου, αλλά και τις πρόσφατες εξελίξεις στην Πολωνία.
• Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Το Μάρτη του 43 ο Γκέμπελς ανακοινώνει την «ανακάλυψη» ομαδικών τάφων στο δάσος του Κατύν κοντά στο Σμολένσκ, και η γερμανική προπαγάνδα προσπαθεί να εμφανίσει το γεγονός σαν αποτέλεσμα ομαδικής σφαγής των αιχμαλώτων Πολωνών αξιωματικών από τους Σοβιετικούς. Βεβαίως, τότε η γερμανική προπαγάνδα δεν έπιασε τόπο. Θεωρήθηκε -και ήταν- σαν προβοκάτσια του Γκέμπελς, και η σφαγή σαν έργο των Ναζί. Από τότε ωστόσο κατά καιρούς -και σήμερα- διάφοροι κονδυλοφόροι προσπαθούν να πετύχουν αυτό που δεν πέτυχε ο Γκέμπελς. Διατυπώνονται θεωρίες ανασύρονται «μαρτυρίες» και είμαστε βέβαιοι ότι όσο θα κλιμακώνεται η επίθεση ενάντια στους λαούς τόσο και θα ανακαλύπτονται καινούργιοι «μάρτυρες».
Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει αναφερόμενος στη φύση και τα χαρακτηριστικά των δύο στρατών. Του γερμανικού (και ιδιαίτερα των Ες Ες) και του κόκκινου στρατού. Είναι πια γνωστές εκατοντάδες περιπτώσεις ομαδικών σφαγών από τη μεριά των χιτλερικών, ενώ δεν υπάρχει ούτε μια ανάλογη, που να μπορεί να χρεωθεί στον κόκκινο στρατό. Όμως ας δούμε το ζήτημα πιο συγκεκριμένα.
• Ένα πρώτο ζήτημα αποτελεί ο προσδιορισμός του «χρόνου» κατά το οποίο μπορεί να έγινε αυτή η σφαγή «από τους Ρώσους» Έχουμε τη γνώμη ότι αποτελεί κλειδί του προβλήματος. (Όπως και ο χρόνος της «ανακάλυψης»). Για να μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο από τη μεριά των Σοβιετικών, θάπρεπε νάχει γίνει στο διάστημα ανάμεσα στο Νοέμβρη του 1939 μέχρι τον Ιούνη του 1941. Δηλαδή μέχρι το διάστημα που η γερμανική επίθεση απωθεί τους Σοβιετικούς πέρα από την περιοχή όπου «ανακαλύφθηκαν» οι ομαδικοί τάφοι. Αυτό και μόνο απαντάει στο ζήτημα. Ας το δούμε όμως περισσότερο. Η «εξήγηση» που δίνουν οι διάφοροι κονδυλοφόροι είναι ότι ο Στάλιν εκτελώντας τους Πολωνούς αξιωματικούς θέλησε να αποκεφαλίσει την αστική τάξη, και τον πολωνικό στρατό. Ο ισχυρισμός είναι αυτός καθ' αυτός αστείος. Γιατί απλούστατα ο Στάλιν δεν είχε στα χέρια του καμιά πολωνική αστική τάξη, ενώ όσον αφορά τον πολωνικό στρατό το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του είχε αιχμαλωτισθεί από τους Γερμανούς. Και έτσι «για την ιστορία», ας αναφερθούμε σε κάποια πράγματα. Πολλά λέγονται για την «εισβολή» των Σοβιετικών στην Πολωνία το 1939 «στα πλαίσια της συμφωνίας ενός νέου διαμελισμού της Πολωνίας». Τα γεγονότα είναι ωστόσο συγκεκριμένα. Η γερμανική επίθεση της 1.9.39 συντρίβει σύντομα τον πολωνικό στρατό, η Βέρμαχτ καταλαμβάνει τη Βαρσοβία και προχωρεί στην κατάχτηση ολόκληρης της Πολωνίας.
Όταν στις 17.11.39 περνάει τα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας ο κόκκινος στρατός, αυτό γίνεται αφού έχει διαλυθεί και αιχμαλωτισθεί ο πολωνικός στρατός και αφού, όπως επισημαίνει η ανακοίνωση του Μολότοφ «η πολωνική κυβέρνηση έχει πάψει να δίνει οποιοδήποτε σημείο ζωής». Και εδώ οποιαδήποτε άποψη κι αν έχει κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι στο χρόνο και τον τρόπο που έγινε η είσοδος του κόκκινου στρατού, πρακτικά αντιπαρατέθηκε στο γερμανικό στρατό και μόνο, εμποδίζοντας τον να καταλάβει ολόκληρη την Πολωνία. Από κει και πέρα έχει μια ορισμένη σημασία να σημειώσουμε ότι τα εδάφη στα οποία μπήκε ο κόκκινος στρατός ήταν αυτά που η Σ. Ε. είχε αναγκασθεί να παραχωρήσει το 1918 με βάση, τη γνωστή συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ. Και οπωσδήποτε το ότι έτσι απομάκρυνε από τα σύνορά της τις βάσεις εξόρμησης της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης ενάντια στη Σ. Ε.
• Ας ξαναγυρίσουμε ωστόσο στο αρχικό ζήτημα. Αναφερθήκαμε στο ότι ο προσδιορισμός του χρόνου αποτελεί κλειδί της ιστορίας. Γιατί η περίοδος εκείνη έχει τα χαρακτηριστικά της. Και ο προσδιορισμός αυτών των χαρακτηριστικών δίνει απάντηση σε πολλά ζητήματα. Και το λιγότερο που μπορούμε να πούμε γι’ αυτούς που προσπαθούν να βρουν απώτερες βλέψεις του Στάλιν το διάστημα εκείνο, είναι ότι ξαναγράφουν την ιστορία έχοντας στο «χέρι» και τον χαρακτήρα αλλά και το αποτέλεσμα του πολέμου. Τότε όμως δεν ήταν δοσμένος ούτε ο χαρακτήρας του επερχόμενου πόλεμου, ούτε πολύ περισσότερο η έκβαση του.
Στην πραγματικότητα το «ποιος θα ήταν ο πόλεμος» δεν είχε ακόμα κριθεί. Ποιος θα συμμαχούσε με ποιον ενάντια σε ποιον και με ποιο στόχο εξακολουθούσε να είναι ζητούμενο. (Για το ζήτημα αυτό, όπως θα θυμούνται, οι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας, έχει γραφεί μια σειρά άρθρων με τίτλο «από το Μόναχο στο Πότσνταμ»).
Εν πάσει περιπτώσει και επειδή δεν γίνεται να αναφερθούμε εδώ στο σύνολο των δεδομένων θα αρκεστούμε στο να σημειώσουμε τα πιο σημαντικά που χαρακτήριζαν την τότε κατάσταση και που σχετίζονται με το ζήτημά μας. Η γερμανική επίθεση ενάντια στη Σ. Ένωση θεωρούνταν και ήταν αναπόφευκτη. Το ζητούμενο ήταν ο χρόνος και οι όροι με τους οποίους θα γίνονταν. (Με κάλυψη ή όχι των Δυτικών). Η βεβαιότητα αυτή κυριαρχούσε και καθόριζε τη σοβιετική πολιτική. Η σύμπτυξη αντιχιτλερικής συμμαχίας αποτελούσε τον κεντρικό της στόχο.
Και όπως τόχουμε κιόλας ξαναπεί (βλέπε τη σειρά άρθρων που αναφέραμε) κι αυτό το περίφημο «σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ» εντάσσονταν στην ίδια κατεύθυνση στο βαθμό που βασικός του στόχος ήταν η όξυνση των αντιθέσεων Χίτλερ - Δυτικών. Όσον αφορά τους Δυτικούς αυτοί στο ίδιο διάστημα εξακολουθούσαν να καιροσκοπούν ανάμεσα στο αν θα συνεχίσουν να ευνοούν την επιθετικότητα του Χίτλερ ή αν θα δράσουν ενάντια του και με ποιο τρόπο. Και χρειάστηκε η συντριβή της Γαλλίας για ν' αρχίσει να παίρνει η πολιτική τους αποφασιστική αντιχιτλερική κατεύθυνση.
Συνοψίζοντας, εκείνο που θέλουμε να υπογραμμίσουμε και εκείνο που απαντάει στο ζήτημα που εδώ εξετάζουμε είναι τούτο. Βασικό πρόβλημα της Σ. Ένωσης (και όχι μόνο) στο διάστημα εκείνο ήταν το ζήτημα των συμμαχιών.
Και βασική μέριμνα της σοβιετικής ηγεσίας ήταν η αναζήτηση ερεισμάτων. (Και όχι βέβαια το άνοιγμα πληγών). Αυτή η πολιτική για τη σοβιετική ηγεσία δεν ήταν απλά μια επιλογή αλλά κυριολεκτικά ζήτημα ζωής και θανάτου. (Όποιος έχει διάθεση να κατανοήσει περισσότερο αυτήν την πλευρά του ζητήματος δεν έχει παρά να μελετήσει τα σχέδια των χιτλερικών για τη Σ. Ένωση και το σοβιετικό λαό και τα οποία δεν ήταν άγνωστα στην ηγεσία της Σ. Ένωσης). Η σοβιετική ηγεσία όχι μόνο δεν είχε κανένα λόγο να κάνει κάτι τέτοιο (Κατύν) αλλά εκατομμύρια λόγους για το αντίθετο.
• Τα όσα αναφέραμε θεωρούμε ότι δίνουν μια καθαρή απάντηση για όσους θέλουν να σκέφτονται με πολιτικούς όρους. Υπάρχουν ωστόσο και κάποια ακόμη γεγονότα αρκετά διαφωτιστικά που θεωρούμε σκόπιμο να τα σημειώσουμε. Μετά τη γερμανική επίθεση στη Σ. Ένωση, σύντομα οργανώνονται στο σοβιετικό έδαφος πολωνικές μεραρχίες που πολεμούν στο πλάι του κόκκινου στρατού. Πολλοί από τους αξιωματικούς αυτών των μεραρχιών και βασικά ο διοικητής τους στρατηγός Άντερς είναι Δυτικόφιλοι. (Αυτοί γλύτωσαν τη «σφαγή»). Η επίσκεψη του Τσόρτσιλ στη Μόσχα δίνει τη δυνατότητα μιας συνεννόησης στη βάση της οποίας τρεις μεραρχίες (με τον Άντερς) μεταφέρονται στο αφρικανικό μέτωπο. Μέχρι το τέλος του πολέμου οργανώνονται στη Σ. Ε. συνολικά ένδεκα μεραρχίες οι οποίες μάχονται με τον κόκκινο στρατό ενάντια στους χιτλερικούς.
• Αν τα προηγούμενα απαντούν στο ζήτημα ως προς τη σοβιετική πλευρά, μένει κάτι ακόμη να απαντηθεί. Ποιος ήταν ο στόχος της ναζιστικής προβοκάτσιας; Ο «χρόνος» δίνει και πάλι την απάντηση. Η «ανακάλυψη» γίνεται λίγο μετά το Στάλινγκραντ. Όταν ο Γκέμπελς (και όχι μόνο αυτός) αρχίζει να «βλέπει τους Ρώσους να μπαίνουν στο Βερολίνο». Όταν οι Γερμανοί ιθύνοντες αρχίζουν να προσβλέπουν στην αναστροφή των συμμαχιών σαν τη μόνη τους ελπίδα να κερδίσουν (ή να μη χάσουν) τον πόλεμο. Ορισμένες μάλιστα μερίδες αρχίζουν να έρχονται σε απευθείας συνεννοήσεις με τους Δυτικούς.
Χρειάζονται λοιπόν να αναστήσουν γι' αυτό τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Και ακριβώς σ' αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται και η προβοκάτσια του Κατύν. Σαν ένα ακόμη αιματηρό Ράιχσταγκ. Για να συνεχιστεί με άλλες. Για να διατυπωθεί -και πάλι από τον Γκέμπελς- η θεωρία του «σιδηρού παραπετάσματος». Αυτήν που θα δανειστεί αργότερα ο Τσόρτσιλ στο Φούλτον του Μισούρι, για να την κάνουν στη συνέχεια σημαία τους οι Δυτικοί στο σύνολο τους. Ο Γκέμπελς όταν δολοφονούσε τα παιδιά του και αυτοκτονούσε μαζί με τη γυναίκα του για «να μην πέσουν στα χέρια των Ρώσων» δεν μπορούσε σίγουρα να φανταστεί πόσο «σπουδαία» κληρονομιά άφησε και πόσο θα «αξιοποιούνταν» αυτή από δεξιούς και «αριστερούς» κονδυλοφόρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου